- αναμάζωξη
- η1) см. αναμάζωμα 1; 2) толпа, сборище (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναμάζωξη — η συγκέντρωση πολλών προσώπων: Την Κυριακή στο χωριό έγινε αναμάζωξη και μίλησε ο πρόεδρος για το δρόμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)